ξεσκάλισμα

ξεσκάλισμα
τό
1) откапывание, выкапывание; 2) перен. копание (в чём-л.); обшаривание, поиски (чего-л.); 3) ворошение (тж. перен. ), шевеление'

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεσκάλισμα" в других словарях:

  • ξεσκάλισμα — το, ατος ανακίνηση παλιών υποθέσεων, ανασκάλεμα: Δε συμφέρει το ξεσκάλισμα αυτής της υπόθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκάλισμα — το [ξεσκαλίζω] 1. το σκάλισμα γύρω από τη ρίζα φυτού 2. ανακίνηση, ανασκάλεμα πραγμάτων για την εξεύρεση χαμένου αντικειμένου 3. η εκ νέου διερεύνηση ενός ζητήματος, ανακίνηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»